
Αναζήτηση
lavishly
01
πολυτελώς, αφειδώς
in a very fancy and expensive way
Example
The celebrity wedding was lavishly decorated with flowers, creating a stunning and opulent atmosphere.
Ο γάμος της διασημότητας ήταν πολυτελώς διακοσμημένος με λουλούδια, δημιουργώντας μια εντυπωσιακή και πλούσια ατμόσφαιρα.
The hotel room was furnished lavishly with plush amenities, providing a luxurious experience for guests.
Το δωμάτιο του ξενοδοχείου ήταν επιπλωμένο πολυτελώς, με πλούσιες παροχές, προσφέροντας μια πολυτελή εμπειρία στους επισκέπτες.
02
σπάταλα, πολυτελώς
in a wasteful manner

Συναφή Λέξεις