LanGeek
Dictionary
Μάθηση
Εφαρμογή για Κινητά
Επικοινωνήστε μαζί μας
Αναζήτηση
Jiffy
/dʒˈɪfi/
/ˈdʒɪfi/
Noun (1)
Ορισμός και Σημασία του "jiffy"
Jiffy
ΟΥΣΙΑΣΤΙΚΌ
01
a very short, almost instantaneous amount of time
flash
heartbeat
instant
jiffy
minute
Παράδειγμα
She
finished
the
assignment
in
a
jiffy
,
impressing
her
professor
.
Hang
tight
,
the
food
will
be
ready
in
a
jiffy
!
The
repair
only
took
a
jiffy
,
and
the
machine
was
up and running
again
.
Κατεβάστε την εφαρμογή μας για κινητά
Κατεβάστε την Εφαρμογή
English
Français
Española
Türkçe
Italiana
русский
українська
tiếng Việt
हिन्दी
العربية
Filipino
فارسی
bahasa Indonesia
Deutsch
português
日本語
汉语
한국어
język polski
Ελληνικά
اردو
বাংলা
Nederlandse taal
svenska
čeština
Română
Magyar
Copyright © 2024 Langeek Inc. | All Rights Reserved |
Privacy Policy
Copyright © 2024 Langeek Inc.
All Rights Reserved
Privacy Policy
Κατεβάστε την Εφαρμογή
Κατεβάστε
Download Mobile App