Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
intuitively
01
διαισθητικά, ενστικτωδώς
in a way that is guided by natural understanding or instinct
Παραδείγματα
She intuitively reached for his hand when the thunder cracked.
Εκείνη διαισθητικά έπιασε το χέρι του όταν βρόντηξε ο κεραυνός.
He intuitively sensed that the offer was too good to be true.
Αυτός διαισθητικά αισθάνθηκε ότι η προσφορά ήταν πολύ καλή για να είναι αληθινή.
1.1
διαισθητικά, φυσικά
in a manner that is easily understood or used without needing much explanation
Παραδείγματα
The controls were intuitively laid out across the dashboard.
Τα στοιχεία ελέγχου ήταν διαισθητικά τοποθετημένα στον πίνακα οργάνων.
Most users can intuitively figure out how the app works.
Οι περισσότεροι χρήστες μπορούν να καταλάβουν διαισθητικά πώς λειτουργεί η εφαρμογή.
Λεξικό Δέντρο
intuitively
intuitive
intuit



























