Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
Intuition
01
διαίσθηση, προαίσθημα
the ability to understand or know something immediately, without conscious reasoning or evidence
Παραδείγματα
She had an intuition that the plan would succeed.
Είχε μια διαίσθηση ότι το σχέδιο θα πετύχαινε.
Experienced doctors often rely on intuition in emergency situations.
Οι έμπειροι γιατροί συχνά βασίζονται στην διαίσθηση σε καταστάσεις έκτακτης ανάγκης.
02
διαίσθηση, προαίσθημα
a strong feeling or belief that something is true or likely to happen
Παραδείγματα
I had an intuition that it would rain today.
Είχα μια διαίσθηση ότι θα έβρεχε σήμερα.
Her intuition about the stock market proved correct.
Η διαίσθησή της για τη χρηματιστηριακή αγορά αποδείχθηκε σωστή.
Λεξικό Δέντρο
intuitionism
intuition
tuition



























