Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
reflexly
01
αντανακλαστικά, αυτόματα
in a manner done automatically, without conscious thought
Παραδείγματα
She jerked her hand reflexly away from the hot stove.
Τράβηξε το χέρι της αυτομάτως μακριά από το ζεστό μάτι.
He closed his eyes reflexly at the loud noise.
Αυτομάτως έκλεισε τα μάτια του στον δυνατό θόρυβο.
Λεξικό Δέντρο
reflexly
reflex



























