Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
intriguing
01
συναρπαστικός, μυστηριώδης
arousing interest and curiosity due to being strange or mysterious
Παραδείγματα
The old book contained intriguing symbols and cryptic messages, sparking the reader's curiosity.
Το παλιό βιβλίο περιείχε συναρπαστικά σύμβολα και κρυπτικά μηνύματα, πυροδοτώντας την περιέργεια του αναγνώστη.
The abandoned mansion on the hill had an intriguing history, shrouded in mystery and rumor.
Το εγκαταλειμμένο αρχοντικό στο λόφο είχε μια συναρπαστική ιστορία, τυλιγμένη σε μυστήριο και φήμες.
Λεξικό Δέντρο
intriguingly
intriguing
intrigue



























