Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
intricate
01
πολύπλοκος, λεπτομερής
having many complex parts or details that make it difficult to understand or work with
Παραδείγματα
The intricate design of the watch included tiny gears and delicate engravings.
Το περίπλοκο σχέδιο του ρολογιού περιελάμβανε μικροσκοπικά γρανάζια και λεπτές σκαλίσεις.
The artist created an intricate painting filled with hidden details.
Ο καλλιτέχνης δημιούργησε ένα περίπλοκο πίνακα γεμάτο κρυφές λεπτομέρειες.
Λεξικό Δέντρο
intricately
intricate
intric



























