Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
intrepid
01
ατρόμητος, θαρραλέος
very courageous and not afraid of situations that are dangerous
Παραδείγματα
The intrepid journalist ventured into conflict zones to report the truth.
Ο ατρόμητος δημοσιογράφος εισήλθε σε ζώνες συγκρούσεων για να αναφέρει την αλήθεια.
Facing numerous dangers, the intrepid firefighter saved lives without hesitation.
Αντιμετωπίζοντας πολλούς κινδύνους, ο ατρόμητος πυροσβέστης έσωσε ζωές χωρίς δισταγμό.
Λεξικό Δέντρο
intrepid
trepid



























