Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
absorbing
01
συναρπαστικό, γοητευτικό
engaging and holding one's attention completely
Παραδείγματα
The novel was so absorbing that I could n’t put it down.
Το μυθιστόρημα ήταν τόσο συναρπαστικό που δεν μπορούσα να το αφήσω.
The absorbing lecture made time fly by.
Η συναρπαστική διάλεξη έκανε το χρόνο να πετάξει.
Λεξικό Δέντρο
absorbing
absorb



























