Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
gripping
01
συναρπαστικός, συγκινητικός
exciting and intriguing in a way that attracts one's attention
Παραδείγματα
The gripping novel kept me on the edge of my seat, unable to put it down until I reached the last page.
Το συναρπαστικό μυθιστόρημα με κράτησε στην άκρη της καρέκλας μου, αδυνατώντας να το αφήσω μέχρι να φτάσω στην τελευταία σελίδα.
Her gripping performance in the lead role brought the audience to tears during the emotional climax of the play.
Η συναρπαστική της ερμηνεία στον κύριο ρόλο έφερε το κοινό στα δάκρυα κατά τη συναισθηματική κορύφωση του έργου.



























