Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
Intricacy
01
πολυπλοκότητα, λεπτομέρεια
a high degree of precision, care, and fine details in something
Παραδείγματα
The lace shawl had such intricacy in its floral stitch pattern.
Το δαντελένιο σάλι είχε τέτοια πολυπλοκότητα στο λουλουδιστό σχέδιο του.
Scientists were amazed by the biological machine 's molecular intricacy.
Οι επιστήμονες έμειναν έκπληκτοι από τη μοριακή πολυπλοκότητα της βιολογικής μηχανής.
Λεξικό Δέντρο
intricacy
intric



























