Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
intimately
Παραδείγματα
They know each other intimately, having grown up together.
Γνωρίζονται στενά, έχοντας μεγαλώσει μαζί.
He spoke intimately about his childhood experiences.
Μίλησε οικεία για τις εμπειρίες της παιδικής του ηλικίας.
02
οικεία, βαθιά
with great or especially intimate knowledge
Λεξικό Δέντρο
intimately
intimate
intim



























