Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
inefficient
01
αναποτελεσματικός, μη αποδοτικός
not able to achieve maximum productivity or desired results
Παραδείγματα
The inefficient process caused delays and wasted resources.
Η αναποτελεσματική διαδικασία προκάλεσε καθυστερήσεις και σπατάλη πόρων.
His inefficient time management led to missed deadlines and unfinished tasks.
Η αναποτελεσματική διαχείριση χρόνου του οδήγησε σε χαμένες προθεσμίες και ημιτελείς εργασίες.
Παραδείγματα
The inefficient employee frequently missed deadlines and failed to meet expectations.
Ο αναποτελεσματικός εργαζόμενος χανόταν συχνά τις προθεσμίες και δεν ανταποκρινόταν στις προσδοκίες.
An inefficient manager struggles to make decisions and keep the team on track.
Ένας αναποτελεσματικός διαχειριστής δυσκολεύεται να λαμβάνει αποφάσεις και να κρατά την ομάδα στο σωστό δρόμο.
Λεξικό Δέντρο
inefficient
efficient
effici



























