Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
improperly
01
ακατάλληλα, λανθασμένα
in a way that is not correct or not suitable
Παραδείγματα
The employee was reprimanded for improperly handling sensitive information.
Ο υπάλληλος επιπλήχθηκε για την ακατάλληλη διαχείριση ευαίσθητων πληροφοριών.
The machine malfunctioned because it was improperly maintained.
Η μηχανή απέτυχε επειδή ήταν ακατάλληλα συντηρημένη.
Λεξικό Δέντρο
improperly
properly
proper



























