Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
imprecisely
01
ανακριβώς, με ανακριβή τρόπο
in a manner that lacks accuracy or exactness
Παραδείγματα
The instructions were written imprecisely, causing confusion among the users.
Οι οδηγίες γράφτηκαν ανακριβώς, προκαλώντας σύγχυση στους χρήστες.
The coordinates provided were imprecisely marked on the map, leading to difficulties in locating the destination.
Οι συντεταγμένες που παρέχονταν ήταν ανακριβώς σημειωμένες στον χάρτη, οδηγώντας σε δυσκολίες στον εντοπισμό του προορισμού.
Λεξικό Δέντρο
imprecisely
precisely
precise



























