LanGeek
Dictionary
Μάθηση
Εφαρμογή για Κινητά
Επικοινωνήστε μαζί μας
Αναζήτηση
Impotently
/ˈɪmpətəntli/
/ˈɪmpətəntli/
Adverb (1)
Ορισμός και Σημασία του "impotently"
impotently
ΕΠΊΡΡΗΜΑ
01
in a helpless manner
word family
potence
potence
Noun
potent
Adjective
potently
Adverb
impotently
Adverb
Παράδειγμα
Συναφή Λέξεις
impotent
impotency
impotence
imposture
impostor
impound
impounding
impoundment
impoverish
impoverished
Κατεβάστε την εφαρμογή μας για κινητά
Κατεβάστε την Εφαρμογή
English
Français
Española
Türkçe
Italiana
русский
українська
tiếng Việt
हिन्दी
العربية
Filipino
فارسی
bahasa Indonesia
Deutsch
português
日本語
汉语
한국어
język polski
Ελληνικά
اردو
বাংলা
Nederlandse taal
svenska
čeština
Română
Magyar
Copyright © 2024 Langeek Inc. | All Rights Reserved |
Privacy Policy
Copyright © 2024 Langeek Inc.
All Rights Reserved
Privacy Policy
Κατεβάστε την Εφαρμογή
Κατεβάστε
Download Mobile App