Impotently
volume
British pronunciation/ˈɪmpətəntli/
American pronunciation/ˈɪmpətəntli/

Ορισμός και Σημασία του "impotently"

01

in a helpless manner

word family

potence

potence

Noun

potent

Adjective

potently

Adverb

impotently

Adverb
example
Παράδειγμα
download-mobile-app
Κατεβάστε την εφαρμογή μας για κινητά
Langeek Mobile Application
Κατεβάστε την Εφαρμογή
LanGeek
Κατεβάστε την Εφαρμογή
langeek application

Download Mobile App

stars

app store