Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
impossibly
01
αδύνατα, με τρόπο αδύνατο
in a manner that is extremely difficult or unlikely to happen
Παραδείγματα
Running a marathon without training is impossibly challenging.
Το να τρέξεις μαραθώνιο χωρίς προπόνηση είναι απίστευτα δύσκολο.
Solving the complex puzzle without any hints seems impossibly difficult.
Η επίλυση του πολύπλοκου παζλ χωρίς καμία υπόδειξη φαίνεται απίστευτα δύσκολη.
Λεξικό Δέντρο
impossibly
possibly
possible



























