Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
Imposition
01
επίθεση, θεσμοθέτηση
the action of establishing a new law or regulation
02
επιβολή, βάρος
an uncalled-for burden
Λεξικό Δέντρο
reimposition
imposition
impose
Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
επίθεση, θεσμοθέτηση
επιβολή, βάρος
Λεξικό Δέντρο