Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
impossible
01
αδύνατος, απραγματοποίητος
not able to occur, exist, or be done
Παραδείγματα
Despite all his efforts, he found it impossible to forget his past.
Παρά όλες του τις προσπάθειες, βρήκε αδύνατο να ξεχάσει το παρελθόν του.
Even for the fastest runner, beating a cheetah in a race would be impossible.
Ακόμα και για τον ταχύτερο δρομέα, το να νικήσει μια γατόπαρδο σε έναν αγώνα θα ήταν αδύνατο.
Παραδείγματα
His stubborn attitude makes it impossible to work with.
Η πεισματική του συμπεριφορά κάνει αδύνατη τη συνεργασία μαζί του.
She found herself in an impossible situation with no clear solution.
Βρέθηκε σε μια αδύνατη κατάσταση χωρίς σαφή λύση.
03
αδύνατος, πεισματάρης
(of a person) extremely stubborn or difficult to deal with
Παραδείγματα
He ’s impossible when he refuses to admit he ’s wrong.
Είναι αδύνατος όταν αρνείται να παραδεχτεί ότι κάνει λάθος.
She can be impossible when she insists on doing things her way.
Μπορεί να γίνει αδύνατη όταν επιμένει να κάνει τα πράγματα με τον τρόπο της.
Impossible
01
το αδύνατο, η αδυναμία
a thing that cannot be accomplished or is beyond what can reasonably be expected
Παραδείγματα
They were determined to turn the impossible into reality.
Ήταν αποφασισμένοι να μετατρέψουν το αδύνατο σε πραγματικότητα.
Overcoming such odds felt like chasing the impossible.
Η υπέρβαση τέτοιων δυσκολιών έμοιαζε με κυνήγι του αδύνατου.
Λεξικό Δέντρο
impossible
possible



























