Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
impotently
01
ανίσχυρα, χωρίς να μπορεί να κάνει κάτι
in a way that shows a lack of power or ability to change or influence a situation
Παραδείγματα
She watched impotently as the decision was made without her input.
Παρακολούθησε ανίσχυρη ενώ η απόφαση λήφθηκε χωρίς τη συμβολή της.
The workers protested impotently against the unfair policy.
Οι εργαζόμενοι διαδήλωσαν ανίσχυρα ενάντια στην άδικη πολιτική.
Λεξικό Δέντρο
impotently
potently
potent
potence



























