Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
impolitic
01
ασύνετος, απερίσκεπτος
having or showing poor judgment in action or speech
Παραδείγματα
It was impolitic to make a joke about the situation, as it was a sensitive subject.
Ήταν ασύνετο να κάνεις ένα αστείο για την κατάσταση, καθώς ήταν ένα ευαίσθητο θέμα.
The impolitic choice of words in his speech offended many listeners.
Η ασύνετη επιλογή λέξεων στην ομιλία του προσέβαλε πολλούς ακροατές.
Λεξικό Δέντρο
impolitic
politic
polit



























