Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
impersonal
01
ανπρόσωπος, απροσωποποιημένος
not related to any individual
02
ανπρόσωπος, αδιάφορος
having no particular preference or emotion about anything or anyone
Παραδείγματα
His responses were impersonal, giving little insight into his thoughts.
Οι απαντήσεις του ήταν απρόσωπες, δίνοντας λίγη εικόνα για τις σκέψεις του.
The service was efficient but felt impersonal.
Η υπηρεσία ήταν αποτελεσματική αλλά φαινόταν απρόσωπη.
Λεξικό Δέντρο
impersonal
personal
person



























