Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
imperceptible
01
απαρατήρητος, ανεπαίσθητος
so slight or gradual that it cannot be noticed
Παραδείγματα
The temperature dropped by an imperceptible degree.
Η θερμοκρασία έπεσε κατά ένα απαρατήρητο βαθμό.
Her smile was imperceptible, more felt than seen.
Το χαμόγελό της ήταν απαρατήρητο, πιο αισθητό παρά ορατό.
Λεξικό Δέντρο
imperceptible
perceptible
percept



























