LanGeek
Dictionary
Μάθηση
Εφαρμογή για Κινητά
Επικοινωνήστε μαζί μας
Αναζήτηση
Impenitent
/ɪmpˈɛnɪtənt/
/ɪmpˈɛnɪtənt/
Adjective (2)
Ορισμός και Σημασία του "impenitent"
impenitent
ΕΠΊΘΕΤΟ
01
αμετανόητος
showing no remorse or repentance for one's actions
unremorseful
unrepentant
penitent
02
αμετανόητος
impervious to moral persuasion
Κατεβάστε την εφαρμογή μας για κινητά
download application
Copyright © 2024 Langeek Inc. | All Rights Reserved |
Privacy Policy
Copyright © 2024 Langeek Inc.
All Rights Reserved
Privacy Policy
download langeek app
download
Download Mobile App