Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
impenitent
01
αμετανόητος, χωρίς τύψεις
showing no remorse or repentance for one's actions
Παραδείγματα
Despite being caught red-handed, the impenitent thief showed no remorse for his crimes.
Παρά το ότι πιάστηκε επ' αυτοφώρω, ο αμετανόητος κλέφτης δεν έδειξε τύψεις για τα εγκλήματά του.
The impenitent dictator refused to apologize for the atrocities committed by his regime.
Ο αμετανόητος δικτάτορας αρνήθηκε να ζητήσει συγγνώμη για τις φρικαλεότητες που διέπραξε το καθεστώς του.
02
αμετανόητος, επίμονος
impervious to moral persuasion
Λεξικό Δέντρο
impenitent
penitent
penit



























