Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
impenitently
01
αμετανόητα, χωρίς μετάνοια
in a manner showing no remorse, regret, or sorrow, especially after wrongdoing
Παραδείγματα
He impenitently denied all accusations despite overwhelming evidence.
Αρνήθηκε αμετανόητα όλες τις κατηγορίες παρά τα συντριπτικά στοιχεία.
The defendant impenitently refused to apologize for his actions.
Ο κατηγορούμενος αμετανόητα αρνήθηκε να ζητήσει συγγνώμη για τις πράξεις του.
Λεξικό Δέντρο
impenitently
penitently
penitent
penit



























