Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
unrepentantly
01
αμετανόητα, χωρίς τύψεις
in a way that shows no regret, remorse, or sorrow for one's actions or behavior
Παραδείγματα
He unrepentantly refused to admit any wrongdoing.
Αυτός αμετανόητα αρνήθηκε να παραδεχτεί οποιαδήποτε αδικία.
She unrepentantly continued to challenge the company's policies.
Εκείνη χωρίς μεταμέλεια συνέχισε να αμφισβητεί τις πολιτικές της εταιρείας.
Λεξικό Δέντρο
unrepentantly
repentantly
repentant
repent



























