Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
unreservedly
01
χωρίς επιφύλαξη, χωρίς δισταγμό
without any hesitation or limitation
Παραδείγματα
After the heartfelt apology, she unreservedly forgave her friend for the misunderstanding.
Μετά την ειλικρινή συγγνώμη, συγχώρεσε χωρίς επιφύλαξη τη φίλη της για την παρεξήγηση.
The team leader unreservedly praised the hard work and dedication of the entire staff.
Ο αρχηγός της ομάδας επαίνεσε χωρίς επιφύλαξη τη σκληρή δουλειά και την αφοσίωση όλου του προσωπικού.
02
χωρίς επιφύλαξη, απεριόριστα
without holding back, concealing thoughts, or showing any reservation
Παραδείγματα
He confessed unreservedly to his involvement in the incident, offering a detailed account of what happened.
Ομολόγησε χωρίς επιφύλαξη τη συμμετοχή του στο περιστατικό, προσφέροντας μια λεπτομερή περιγραφή του τι συνέβη.
The CEO acknowledged the company 's mistakes unreservedly, promising transparency and accountability moving forward.
Ο Διευθύνων Σύμβουλος αναγνώρισε τα λάθη της εταιρείας χωρίς επιφύλαξη, υποσχόμενος διαφάνεια και ευθύνη στο μέλλον.
Λεξικό Δέντρο
unreservedly
reservedly
reserved
reserve



























