Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
unrequited
01
αμοιβαίος, μονόπλευρος
having a feeling or desire that is not returned in the same way by another person
Παραδείγματα
She suffered from unrequited love for her best friend.
Υπέφερε από αγάπη χωρίς ανταπόκριση για τον καλύτερό της φίλο.
His unrequited affection left him heartbroken.
Η αμοιβαία του αγάπη τον άφησε με σπασμένη καρδιά.



























