Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
unapologetically
01
χωρίς συγγνώμη, χωρίς τύψεις
in a way that shows no regret or remorse, even if others are offended
Παραδείγματα
She spoke unapologetically about her controversial views.
Μίλησε χωρίς συγγνώμη για τις αμφιλεγόμενες απόψεις της.
He lived unapologetically, refusing to conform to society's expectations.
Έζησε χωρίς συγγνώμη, αρνούμενος να συμμορφωθεί με τις προσδοκίες της κοινωνίας.
Λεξικό Δέντρο
unapologetically
apologetically



























