Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
unanswerable
01
ανέλεγκτος, αδιαμφισβήτητος
(of an argument or claim) impossible to refute or disagree with because of being clearly true
Λεξικό Δέντρο
unanswerable
answerable
answer
Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
ανέλεγκτος, αδιαμφισβήτητος
Λεξικό Δέντρο