Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
Unanimity
01
ομοφωνία, πλήρης συμφωνία
a situation in which all those involved are in complete agreement on something
Παραδείγματα
The unanimity of the jury surprised many, given the complexity of the case.
Η ομοφωνία της κριτικής επιτροπής εξέπληξε πολλούς, δεδομένης της πολυπλοκότητας της υπόθεσης.
It 's rare to find such unanimity among diverse groups of people on a single issue.
Είναι σπάνιο να βρεις τέτοια ομοφωνία ανάμεσα σε διαφορετικές ομάδες ανθρώπων για ένα μόνο θέμα.
Λεξικό Δέντρο
unanimity
unanim



























