Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
impassively
01
απαθώς, χωρίς συναίσθημα
in a manner that shows no emotion, feeling, or reaction
Παραδείγματα
He listened impassively to the news, not letting his true feelings show.
Άκουσε απαθώς τα νέα, χωρίς να αφήσει να φανερωθούν τα πραγματικά του αισθήματα.
She stared impassively at the chaotic scene, her face betraying no sign of distress.
Κοίταξε απαθώς το χαοτικό σκηνικό, το πρόσωπό της δεν έδειχνε κανένα σημάδι αγωνίας.
Λεξικό Δέντρο
impassively
passively
passive



























