Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
Homophobia
01
ομοφοβία, μίσος προς τους ομοφυλόφιλους
hatred, antipathy, or prejudice toward homosexuals
Παραδείγματα
The campaign aims to raise awareness about the effects of homophobia.
Η καμπάνια στοχεύει στην ευαισθητοποίηση για τις επιπτώσεις της ομοφοβίας.
She spoke out against the homophobia she experienced at work.
Μίλησε ενάντια στην ομοφοβία που βίωσε στη δουλειά.



























