Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
homogenous
01
ομοιογενής, ομοιόμορφος
of the same or a similar kind or nature
Παραδείγματα
After thorough mixing, the solution became perfectly homogenous, with no visible separation.
Μετά από ενδελεχή ανάμειξη, το διάλυμα έγινε απόλυτα ομοιογενές, χωρίς ορατό διαχωρισμό.
The study focused on a homogenous sample group to control for cultural and educational differences.
Η μελέτη επικεντρώθηκε σε μια ομοιογενή ομάδα δείγματος για τον έλεγχο πολιτισμικών και εκπαιδευτικών διαφορών.
Λεξικό Δέντρο
homogenous
homogen



























