Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
Homogeneity
01
ομοιογένεια, ομοιομορφία
things that are alike or have the same qualities
Παραδείγματα
The cultural homogeneity of the small town made it difficult for outsiders to integrate.
Η πολιτιστική ομοιογένεια της μικρής πόλης έκανε δύσκολη την ενσωμάτωση των ξένων.
The school aimed for homogeneity in educational standards across all its branches.
Το σχολείο στόχευε στην ομοιογένεια των εκπαιδευτικών προτύπων σε όλα τα υποκαταστήματά του.
02
ομοιογένεια, ομοιομορφία
something is the same all the way through, without differences
Παραδείγματα
The homogeneity of the metal alloy ensures its strength and durability.
Η ομοιογένεια της μεταλλικής κράματος εξασφαλίζει την αντοχή και την ανθεκτικότητά της.
Scientists tested the homogeneity of the chemical solution to ensure accuracy in experiments.
Οι επιστήμονες δοκίμασαν την ομοιογένεια της χημικής λύσης για να διασφαλίσουν την ακρίβεια στα πειράματα.
Λεξικό Δέντρο
inhomogeneity
homogeneity
homogene



























