Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
Apostate
01
αποστάτης, αποστατημένος
a person who abandons their political or religious belief often seen as a betrayal
Παραδείγματα
The apostate faced public condemnation for leaving the faith.
Ο αποστάτης αντιμετώπισε δημόσια καταδίκη για την εγκατάλειψη της πίστης.
Former comrades now saw him as an apostate.
Παλιοί σύντροφοι τον έβλεπαν πλέον ως αποστάτη.
apostate
01
αποστάτης, αποστατημένος
no longer loyal to a religion, political group, or cause once followed
Παραδείγματα
His apostate views alienated him from his former allies.
Οι αποστάτες απόψεις του τον αποξένωσαν από τους πρώην συμμάχους του.
The party expelled its apostate members.
Το κόμμα απέβαλε τα αποστάτες μέλη του.



























