Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
Apostasy
01
αποστασία, απιστία
the act of abandoning a religious or political belief that one used to hold
Παραδείγματα
His public declaration of atheism was viewed as an act of apostasy by his deeply religious family.
Η δημόσια δήλωση αθεϊσμού του θεωρήθηκε ως πράξη αποστασίας από την βαθιά θρησκευόμενη οικογένειά του.
The historical figure ’s apostasy was pivotal in shaping the political landscape of the time.
Η αποστασία του ιστορικού προσώπου ήταν καθοριστική στη διαμόρφωση του πολιτικού τοπίου της εποχής.
02
αποστασία, εγκατάλειψη
the act of abandoning a party for cause



























