LanGeek
Dictionary
Μάθηση
Εφαρμογή για Κινητά
Επικοινωνήστε μαζί μας
Αναζήτηση
Apostle
/ɐpˈɒsəl/
/əˈpɑsəɫ/
Noun (3)
Ορισμός και Σημασία του "apostle"
Apostle
ΟΥΣΙΑΣΤΙΚΌ
01
μαθητής του Ιησού Χριστού
any one of the twelve disciples of Jesus
02
απόστολος
a person who is sent for advocating Christianity
Apostelic Father
03
απόστολος
an ardent early supporter of a cause or reform
Κατεβάστε την εφαρμογή μας για κινητά
download application
Copyright © 2024 Langeek Inc. | All Rights Reserved |
Privacy Policy
Copyright © 2024 Langeek Inc.
All Rights Reserved
Privacy Policy
download langeek app
download
Download Mobile App