Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
Apostleship
01
αποστολή, αποστολική αποστολή
the position and responsibility of the one who is sent for advocating Christianity
Λεξικό Δέντρο
apostleship
apostle
Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
αποστολή, αποστολική αποστολή
Λεξικό Δέντρο