Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
abruptly
01
αιφνίδια, απροσδόκητα
in a sudden or unexpected manner
Παραδείγματα
The meeting ended abruptly when the fire alarm went off.
Η συνάντηση τελείωσε ξαφνικά όταν χτύπησε ο συναγερμός πυρκαγιάς.
She abruptly changed the topic, catching everyone off guard.
Άλλαξε ξαφνικά το θέμα, πιάνοντας όλους απροετοίμαστους.
Λεξικό Δέντρο
abruptly
abrupt



























