Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
Animosity
01
εχθρότητα, εχθρική διάθεση
strong hostility, opposition, or anger
Παραδείγματα
There was long-standing animosity between the two families stemming from a property dispute decades ago.
Υπήρχε μια μακρόχρονη εχθρότητα μεταξύ των δύο οικογενειών που προέκυψε από μια διαφορά για ιδιοκτησία πριν από δεκαετίες.
Animosity grew between the neighboring countries after years of border skirmishes and heated rhetoric from both leaders.
Η εχθρότητα αυξήθηκε μεταξύ των γειτονικών χωρών μετά από χρόνια συνοριακών συγκρούσεων και επηρεασμένης ρητορικής και από τους δύο ηγέτες.



























