Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
Animator
02
εμψυχωτής, ενεργοποιητής
someone who imparts energy and vitality and spirit to other people
Λεξικό Δέντρο
animator
animate
anim
Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
εμψυχωτής, ενεργοποιητής
Λεξικό Δέντρο