Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
Fracas
01
συμπλοκή, καυγάς
a noisy fight or argument involving multiple people
Παραδείγματα
A fracas broke out in the bar after someone spilled a drink.
Ξέσπασε ένας καβγάς στο μπαρ αφού κάποιος έρινε ένα ποτό.
The police arrived quickly to break up the fracas outside the stadium.
Η αστυνομία έφτασε γρήγορα για να διαλύσει τη συμπλοκή έξω από το στάδιο.



























