Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
foxy
01
σέξι, ερωτική
(of a woman) sexually appealing
Παραδείγματα
She walked into the party in a foxy black dress that drew everyone's attention.
Μπήκε στο πάρτι με ένα σέξι μαύρο φόρεμα που τράβηξε την προσοχή όλων.
The actress was known for her foxy charm and captivating screen presence.
Η ηθοποιός ήταν γνωστή για τη σέξι γοητεία της και την συναρπαστική παρουσία της στην οθόνη.
02
πανούργος, πανουργος
(of a person) sly in behavior or actions
Παραδείγματα
He 's a foxy individual who always finds a way to get what he wants.
Είναι ένα πονηρό άτομο που βρίσκει πάντα έναν τρόπο να πάρει αυτό που θέλει.
The foxy salesman convinced everyone to buy the product.
Ο πανούργος πωλητής έπεισε όλους να αγοράσουν το προϊόν.
Λεξικό Δέντρο
foxily
foxiness
foxy
fox



























