tricksy
trick
ˈtrɪk
τρικ
sy
si
σι
British pronunciation
/tɹˈɪksi/

Ορισμός και σημασία του "tricksy"στα αγγλικά

01

πανούργος, παιχνιδιάρης

(of a perosn) prone to causing trouble in a sly or mischievous way
example
Παραδείγματα
That tricksy boy is always finding ways to get out of trouble.
Αυτό το πανούργο αγόρι βρίσκει πάντα τρόπους να βγει από τα μπελάδες.
She ’s a tricksy character who loves to keep people guessing.
Είναι ένα πανούργο χαρακτήρα που λατρεύει να κρατάει τους ανθρώπους να μαντεύουν.
LanGeek
Κατεβάστε την Εφαρμογή
langeek application

Download Mobile App

stars

app store