Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
famed
01
διάσημος, γνωστός
widely recognized and known
Παραδείγματα
The famed actress received an Oscar for her performance in the film.
Η διακεκριμένη ηθοποιός έλαβε Όσκαρ για την ερμηνεία της στην ταινία.
The famed scientist was honored with a Nobel Prize for his groundbreaking research.
Ο διάσημος επιστήμονας τιμήθηκε με το Βραβείο Νόμπελ για την πρωτοποριακή του έρευνα.



























