Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
familial
01
οικογενειακός, κληρονομικός
occurring among members of a family usually by heredity
02
οικογενειακός, σχετικός με την οικογένεια
related to or characteristic of a family or the relationships within a family
Παραδείγματα
There was a strong sense of familial love and support within the household.
Υπήρχε μια ισχυρή αίσθηση οικογενειακής αγάπης και στήριξης στο νοικοκυριό.
The familial bond between siblings remained unbreakable despite their differences.
Ο οικογενειακός δεσμός μεταξύ αδελφών παρέμεινε αδιάσπαστος παρά τις διαφορές τους.
Λεξικό Δέντρο
familial
family



























