Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
Factuality
01
γεγονός, αλήθεια
the quality or state of being factual or true
Παραδείγματα
The factuality of the news report was confirmed by multiple sources.
Η αληθοφάνεια της ειδησεογραφικής αναφοράς επιβεβαιώθηκε από πολλές πηγές.
The documentary aimed to uphold factuality by presenting verifiable information.
Το ντοκιμαντέρ στόχευε να διατηρήσει την γεγοντολογία παρουσιάζοντας επαληθεύσιμες πληροφορίες.
Λεξικό Δέντρο
factuality
factual
fact



























