Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
Faculty
01
σχολή, τμήμα
a branch within a university or college, responsible for teaching and research in a specific subject area or field of study
Παραδείγματα
She joined the faculty of science to pursue her interest in biology.
Προσχώρησε στη σχολή των επιστημών για να ακολουθήσει το ενδιαφέρον της για τη βιολογία.
The university 's faculty of arts is known for its innovative approach to literature and creative writing.
Η σχολή τεχνών του πανεπιστημίου είναι γνωστή για την καινοτόμο προσέγγισή της στη λογοτεχνία και τη δημιουργική γραφή.
02
ικανότητα, δυνατότητα
one of the inherent cognitive or perceptual powers of the mind
03
το διδακτικό προσωπικό, η σχολή
the staff who teach or conduct research in a university or college
Παραδείγματα
The faculty held a meeting to discuss student performance.
Η σχολή πραγματοποίησε μια συνάντηση για να συζητήσει την απόδοση των φοιτητών.
The new faculty include experts in various scientific fields.
Το νέο διδακτικό προσωπικό περιλαμβάνει ειδικούς σε διάφορα επιστημονικά πεδία.



























